-
1 втулка
το χιτώνιοη μπούσα (ξεν.)ба-каутовая мор. - από αγιόξυλοкормовая дей-двудная - мор. πρυμνιό - της χοάνηςносовая дейдвудная - мор. πλωριό - της χοάνηςподшипниковая - ο αντιτριβικός δακτύλιος (τριβέας), ο αφαιρετέος δακτύλιοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > втулка